Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Το ταξίδι της ψυχής ενός ναρκωμανή. κεφ. 4

γράφει ο Άκης κουδτουλίδης

Η σύγκρουση

Ο μετρημένος χρόνος κυλούσε αργά-αργά και αισίως είχα φτάσει τα δώδεκα μετρημένα χρόνια από τότε που η ψυχή μου πήρε ανθρώπινη μορφή. Είχε συνηθίσει πλέον η ψυχή μου την ρουτίνα και απλά περίμενε να ακούσει τον χτύπο της καρδιάς για να αλλάξει λιμάνι.
Οι αποδράσεις ήταν ότι πιο ανακουφιστικό είχε μέσα στην ρουτίνα της και σε μια από αυτές η ζωή με πήγε σε ένα λιμάνι ακατοίκητο και αόρατο ταυτόχρονα. Έμοιαζε σαν μια λευκή σελίδα βιβλίου και ήταν τόσο παράξενο στην όψη που στην αρχή η ψυχή μου τρόμαξε. Η ζωή μου για άλλη μια φορά μου ψιθύρισε, αυτό το λιμάνι είναι δικό σου και μπορείς να το κανείς όπως θέλεις, να το ονομάσεις όπως θέλεις και να έρχεσαι οπότε θέλεις. Κανένας δεν μπορεί να το δει έκτος από εσένα. Μόνο εσύ μπορείς να το φανερώσεις σε οποίον πραγματικά θελήσεις.

Η ψυχή ένιωσε τον φόβο που την κυριαρχούσε να φουντώνει και η χαρά να κάθεται δίπλα του. Η άνεση που άρχισε να νιώθει της έδωσε την ανακούφιση ότι επιτέλους έχει κάτι δικό της που κανείς δεν μπορεί να το αγγίξει. Επιτέλους είχε ένα μέρος όπου μπορούσε να πάει τα βραδιά και να κλαίει όταν ο μανδύας της μοναξιάς  γινότανε αποπνικτικός.
Ο αέρας που φυσούσε έφερνε μια περίεργη αύρα και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά. Άφησε το λιμάνι της η ψυχή μου και έστρεψε την προσοχή της στην καρδιά της και στον τρελό ρυθμό που πήρε. Της ήταν γνωστός αυτός ο χτύπος και έμοιαζε πολύ με την πρώτη φορά που χτύπησε η καρδιά μου τότε που ακόμη ήταν βρέφος. Από το βάθος του ορίζοντα έκαναν την εμφάνιση τους δυο βάρκες. Η πορεία τους ήταν προς το λιμάνι της ψυχής μου.
Όσο πιο πολύ κοντεύανε τόσο πιο πολύ η καρδιά μου χτυπούσε. Η ζωή κατάλαβε τι γινότανε, μ' αγκάλιασε σφιχτά και μου ψιθύρισε, πλέον δεν θα κατοικούμε σε ένα μόνο λιμάνι αλλά σε δυο ταυτόχρονα. Είχε νιώσει η ζωή μου πως κάτι θα άλλαζε αλλά δεν ήξερε τι.
Οι βάρκες κοντέψανε και πλέον ήταν ορατές. Ήταν οι βάρκες των γονιών.
Η ψυχή μου ένιωθε την οργή μαζί με την χαρά να της τυλίγουν το κορμί. Ήταν επιφυλακτική γιατί δεν ήθελε να ξαναπληγώσει την καρδιά της αλλά η απουσία της αγάπης τής έδινε μια παράξενη ώθηση προς το λιμάνι της οικογένειας. Περίμενε διστακτική και σιωπηλή μέχρι που τολμήσαμε και οι τέσσερις βάρκες να ξαναμπούμε στο λιμάνι της οικογένειας. Κανένας δεν μιλούσε και κανένας δεν έκανε καμία κίνηση. Υπήρχε η αύρα της χαράς η αύρα της οργής και οι πληγές της καρδιάς ήταν ακόμη ζωντανές και ανοιχτές. Μια καινούργια ρουτίνα εμφανίστηκε αλλά ο μανδύας της μοναξιάς εξακολουθούσε να με πνίγει τα βράδια.
Η αγάπη έκανε την εμφάνισή της αλλά ήταν διαφορετική, είχε πλέον και αναμνήσεις μέσα της που την παραμορφώνανε και της δίνανε πολλές μορφές μέσα στην ρουτίνα των λιμανιών.
Όσο κυλούσε ο μετρημένος χρόνος τόσο πιο άνετα αρχίσαμε να νιώθουμε μεταξύ μας αλλά κανένας δεν μιλούσε για τον χτύπο της καρδιάς που τους πήρε μακριά και η εμπιστοσύνη έμοιαζε σαν μωρό που μόλις πήρε υλική μορφή. Η βάρκα της ψυχής μου συνήθισε να αράζει μια στο λιμάνι του σχολείου όπου η γνώση την είχε κουράσει και της ήταν αδιάφορη πλέον και μια στο λιμάνι της οικογένειας όπου η αγάπη ήταν αλλόκοτη. Το μοναδικό μέρος που ησύχαζε ήταν στο δικό της λιμάνι όπου εδώ και αρκετό μετρημένο χρόνο έψαχνε ένα όνομα να του δώσει.
Ένα απόγευμα καθώς γυρνούσε η ψυχή μου από το λιμάνι ένιωσε μια έντονη αύρα μάχης να  διαπερνά μέσα της και είδε το κακό να έρχεται με πολύ μεγάλη ορμή προς το λιμάνι της οικογένειας. Οι αναμνήσεις ήταν ακόμη νωπές και ο φόβος το να ξαναπεράσει από το λιμάνι της εγκατάλειψης της έδωσε την αυτοπεποίθηση να αντιδράσει σε όποιο κακό και αν αντάμωνε με το που έμπαινε στο λιμάνι της οικογένειας.
Δυστυχώς το κακό είχε κυριέψει τους γονείς και οι βάρκες τους χτυπούσανε η μια την άλλη και οι φωνές τους τρυπούσανε την καρδιά μου. Η ψυχή μου έλπιζε να είναι κάτι πρόσκαιρο κάτι σαν μια μάχη αγάπης αλλά η αύρα που ένιωθε ήταν τελείως αντίθετη από την ελπίδα της.
Επιτέλους ζητούσε μια εξήγηση που θα την ανακούφιζε και θα της φανέρωνε τις προσδοκίες που θα μπορούσε να έχει από το λιμάνι της οικογένειας. Έμαθε τελικά πως οι γονείς ξεκινήσανε μια μάχη για τους θεούς τους. Ήταν μεγάλη η έκπληξη που ένιωσε η ψυχή μου πως μάλωναν για το όνομα του θεού. Ο ένας τον ονομάτιζε με ένα δικό του όνομα και ο άλλος με το δικό του. Δεν μπόρεσε η ψυχή μου να κατανοήσει αυτά που συμβαίνανε. Ήξερε για κείνο το παραμυθάκι για τον θεό και ήξερε πως ένας είναι αν όντως είναι αλήθεια όλα όσα της μάθανε στο λιμάνι του σχολείου. Δεν μπορούσε να κατανοήσει αυτή τη μάχη και αν και ήξερε πως δεν ήταν δική της ένιωθε την ανάγκη του δικού της ανωνύμου λιμανιού να μεγαλώνει και να θέλει να πάει να ρίξει την άγκυρα της βάρκας της εκεί και να εξαφανιστεί. Ένιωθε πως τα λιμάνια που υπήρχαν στην ρουτίνα της την βασανίζανε και της στερούσανε την αγάπη.
Η ζωή την αγκάλιασε για άλλη μια φορά και της έδωσε ένα όπλο για να μπορεί η ψυχή μου να αντέξει λίγα ακόμη μετρημένα χρόνια σε αυτά τα δυο λιμάνια. Της έδωσε μια δύναμη που θα κατοικούσε μέσα της και το όνομά της ήταν υπομονή. Χρειαζότανε λίγο ακόμη μετρημένο χρόνο μέχρι να μπορέσει να αποκτήσει την έννοια των δυο συμβόλων που κατοικούσαν στην κορυφή του λιμανιού του σχολείου. Χρειαζότανε λίγα μετρημένα χρόνια μέχρι που το σώμα της ψυχής μου θα μπορούσε να οδηγηθεί τελείως αυτόνομα.
Η ψυχή μου ήταν πλέον τελείως σίγουρη πως ο προορισμός της ήταν η αγάπη, εκείνη η αγάπη που ένιωσε στα πρώτα μετρημένα χρόνια της υλικής της μορφής. Ήταν τελείως σίγουρη πως η αγάπη είναι το μεγαλύτερο ιδανικό αυτού του ταξιδιού και χρειάζεται πολύ κόπο μέχρι να την συναντήσεις. Άρχισε να καταλαβαίνει το νόημα του ταξιδιού της και πως χρειάζεται θυσίες και αυταπάρνηση του εγωισμού που καταβάλει τους ανθρώπους. Άρχισε να κατανοεί τα σύμβολα τόσο της φυλακής όσο και της σπίθας.
Πρώτη φορά άγγιξε την σπίθα και δεν κάηκε. Πρώτη φορά μπήκε στο κελί της και δεν φοβήθηκε. Απλά τα έκανε δικά της.
Η ζωή μου έβαλε την σπίθα δίπλα στην ψυχή μου και την φυλακή την έκρυψε μέσα στο πιλοτήριο μου. Πλέον όλα είχαν νόημα και όλα ήταν δεμένα μεταξύ τους σαν ένα κόμπο που περίμενε κάποιο μαγικό χέρι να τον ξετυλίξει και να του δώσει την ελευθερία του.
Η ψυχή μου κατάλαβε πως η ίδια η αγάπη σού δίνει την απόλυτη ελευθερία και πληρότητα αλλά και η ίδια η αγάπη μπορεί να σε φυλακίσει μέσα στο κελί σου και να γίνεις μια ύπαρξη μισοτελειωμένη μια ύπαρξη αιώνια υπόδουλη στην ιδέα της αγάπης μια ψυχή γεμάτη από μίσος και εγωισμό.



κεφ. 1 http://upogia-taxi.blogspot.gr/2013/03/1_20.html

κεφ. 2 http://upogia-taxi.blogspot.gr/2013/03/2_20.html

κεφ. 3 http://upogia-taxi.blogspot.gr/2013/03/3.html

1 σχόλιο:

  1. "βράβευση τσι μέρας" για την Παρασκευή σύμφωνα με την ομώνυμη ενότητα του yannidakis, η παρούσα καταχώρηση του ιστολογίου.

    Το ιστολόγιο είναι πλέον υποψήφιο για την μηνιαία βράβευση "ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ".

    Καληνωρίσματα :[

    ΑπάντησηΔιαγραφή