φιλικά Άκης κουστουλίδης
Σιωπή………….πάνε δυο χρόνια ίσως και περισσότερα που απαρνήθηκα την αγαπημένη μου έκφραση, αυτήν που με πάει σ΄άλλους φανταστικούς κόσμους. Απαρνήθηκα τα ταξίδια της και όλα εκείνα που μου δίνανε το θάρρος να κατέβω σε κάτι μονοπάτια δύσβατα και σκοτεινά.
Και όμως μέσα σε όλη την οχλαγωγία του κόσμου άκουγα από την απέναντι μεριά να με φωνάζει η σιωπή, να με τραβάει μέσα στην χαοτική της αγκαλιά και να βάζει φωτιά σε ότι πήγαινε να γράψει η ψυχή.
Μου άφησε μόνο μάτια να βλέπω και λίγες νότες να παίζω για να μην τρελαθώ από τις εικόνες που κατέγραφαν τα μάτια μου.
Λίγες μόνο νότες για να χαλινέψω την οργή που με βασάνιζε κάθε βράδυ μέσα στα όνειρα της ψυχής μου.
Κάθε φορά που προσπαθούσα να δραπετεύσω από τις εικόνες των ματιών μου εμφανιζόταν η σιωπή άλλοτε σαν άγγελος και άλλοτε σαν δαίμονας καταφέρνοντας πάντα να με κρατάει με τα μάτια ανοιχτά.
Κοίτα μου έλεγε σαν παρηγοριά. Κοίτα καθαρά με πρόσταζε την άλλη. Μα τα μάτια μου την μια ήταν θολά από τα δάκρυα της θλίψης, την άλλη σκοτεινά από τα δάκρυα της οργής μα πάντα κάτι βλέπανε, κάτι σαν σκιές κάτι σαν φιγούρες από ασπρόμαυρη ταινία.
Και να που σιγά σιγά άρχισα να βλέπω λίγα χρώματα, μπορούσα δειλά δειλά να κοιτάξω τον ουρανό, μπορούσα να χαθώ μέσα στους ήχους την θάλασσας, μπορούσα να κοιτάξω το πιο ψηλό βουνό χωρίς να έχω τα μάτια ανοιχτά, χωρίς λέξη μπορούσα να μοιραστώ όλα μου τα συναισθήματα και ας τ΄άκουγε μόνο η σιωπή και ας τα ένιωθε μόνο το πρώτο όνειρο της μέρας.
Κοίτα πιο μακρυά μου έλεγε η σιωπή και μ΄ έσφιγγε στην αγκαλιά της, πιο μακρυά μου φώναζε, κοίτα μέχρι να στεγνώσει και το τελευταίο δάκρυ σου και καθώς έσβηνε ο ήχος της φωνής της τα μάτια μου δακρύζανε.
Σκούπιζα το δάκρυ και ξεκουραζόμουν μέσα σ΄ένα όνειρο, έπαιζα μια νότα μπας και μπορέσω να σωθώ από τον αόρατο εχθρό που βάραινε το μυαλό μου, ναι αυτόν τον αόρατο εχθρό που έχασα όλες τις μάχες που έδωσα απέναντί του.
Με έπαιρνε ο ύπνος στην αγκαλιά του και ήθελα να μείνω εκεί για αιώνες, ήθελα να μείνω στην αγκαλιά του και να μην ξανακούσω ποτέ την σιωπή να μου μιλάει, να χαθώ μέσα στην βουή του κόσμου και να σβήσω μέσα σε μια λέξη.
Και πάνω που δεν ένιωθα τίποτα με ξυπνούσε το όνειρο της μέρας ρίχνοντας τις καυτές ακτίνες του ήλιου στα μάτια μου και σκόρπιζε την φωνή της σιωπής σε όλο μου το είναι.
Κοίτα πιο μακρυά μου φώναξε, μα δεν μπορούσα να δω πάνω από δέκα μέτρα μακρυά, μόνο κάτι ψυχές να χορεύουν πάνω στο χορτάρι που χάρισε η άνοιξη μπορούσα να δω, κάτι ψυχές με σώματα από γάτες έβλεπα, μα άκουγα την σιωπή να αγριεύει μέσα μου και τα μάτια μου να δακρύζουν ανήμπορα να αντιδράσουν μπροστά στις εικόνες που σαν αρχαίο δράμα σκάλιζαν την ψυχή μου. Έβλεπα δυο γατάκια να παίζουν ανέμελα και αδιάφορα απέναντι στο μέλλον τους, να μυρίζουν τον αέρα και να νιώθουν αυτά που η φύση θέλει να τους πει, να ζούνε την στιγμή της ζωής τους χωρίς να τους νοιάζει ο θάνατος, μα πάνω από όλα έβλεπα τον σεβασμό απέναντι στον πλανήτη που του φιλοξενεί. Σε μια στιγμή τους μόνο είδα όλους τους λόγους και τις αιτίες που η ψυχή μου νιώθει βασανισμένη. Είναι η στιγμή που στέγνωσε το δάκρυ, μα η φωνή της σιωπής είναι εδώ. Κοίτα……. και προτού τελειώσει την φράση της η σιωπή, βγήκε μια κραυγή που έσπασε την σιωπή μου, μια κραυγή από τον πιο αληθινό μου κόσμο σκέπασε όλο το είναι μου και φανέρωσε τον μεγαλύτερο εχθρό μου.
Καθρέφτες γέμισε ο κόσμος γύρω μου, καθρέφτες που παίζανε ολοζώντανες σαν ταινίες θρίλερ τις ζωές που ζούμε. Τις ζωές που κλείσαμε σε κάτι κελιά γεμάτα από φόβους αόρατους και πλάνες ευτυχίας. Τις ζωές που πετάξαμε στους κάδους απορριμάτων για να τα συλλέξουν τα σκουπιδιάρικα ψυχών και να τις παραδώσουν στις τραπεζικές καταθέσεις.
Καθρέφτες που δείχνουν τα ανταλλάγματα που πήραμε για να κοιμίσουμε την συνείδησή μας και να ταΐσουμε το αχόρταγο εγώ, ένα εγώ που σαν Θεός καταστρέφει τα πάντα γύρω του και σκοτώνει ότι του αντισταθεί. Ιδιοκτήτες γέμισαν οι καθρέφτες που νομίζουν πως τους ανήκει κάτι που δεν κατανοούν, που θέλουν να πουλήσουν κάτι που δεν τους ανήκει και όμως βρίσκουν αγοραστές που αγοράζουν αυτό που δεν θα έχουν ποτέ.
Και όμως αυτός ο κενός πολιτισμός θέλει να σωθεί για να σώσει λέει τον πλανήτη που τον φιλοξενεί.
Και όμως αυτό το κενό δίποδο ζώο θεωρείτε το πιο έξυπνο στον πλανήτη γιατί κατάφερε να κάνει την ζωή του λαβύρινθο χωρίς να μπορεί να βγει έξω.
Ναι καταφέραμε όλοι μαζί να γίνουμε μια αρρώστια που με κάνει να αναρωτιέμαι τελικά αξίζουμε αυτό που απλόχερα μας δόθηκε;
ε ναι θα το συνεχίσω…..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου