Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Το ταξίδι της ψυχής ενός ναρκωμανή. κεφ. 3



γράφει ο Άκης κουστουλίδης

Σχολείο


Η ψυχή μου σώπασε και έπεσε σε βαθιά απογοήτευση και ένα μεγάλο ερωτηματικό την βασάνιζε. Πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να αφήνουν οτιδήποτε αγαπούν και η καρδιά τους να κτυπάει για άλλο λιμάνι;
Με τίποτα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι χρειαζόταν να αναζητήσει μόνη της τον δικό της προορισμό και να περιμένει ποτέ η καρδιά της θα χτυπήσει για το επόμενο λιμάνι. Με τίποτα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα κουβαλάει τον μανδύα της μοναξιάς επάνω της.

Επαναστάτησε για μια στιγμή και θέλησε να γίνει οδηγός του ταξιδιού της η ίδια, αλλά η πλημμύρα της οργής δεν την άφηνε σε ησυχία.
Την ίδια αυτή στιγμή η ζωή την τύλιξε μέσα στην πνοή της και ψιθυρίζοντας της, της είπε αφήσου στην ροη του ποταμού και όλα θα φανερωθούν αργά ή γρήγορα μπροστά μας.
Μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνει η ψυχή μου άφησε για άλλη μια φορά την ζωή να την αγκαλιάσει περιμένοντας τον χτύπο της καρδιάς.
Η βάρκα γλιστρούσε αργά αλλά σταθερά πάνω στα θολά νερά του ποταμού μέχρι που ένα πρωινό η καρδιά χτυπούσε αναγκαστικά σε ένα λιμάνι όπου έπρεπε να σταματήσει. Δεν ήξερε αν χρειαζότανε πραγματικά αυτή η στάση όμως η μπερδεμένη αύρα που της έφερνε ο αέρας κίνησε την περιέργεια της ψυχής μου. Ταυτόχρονα ένιωθε η ψυχή μου την οσμή της χαράς και της λύπης, το γέλιο και το κλάμα ακουγότανε με την ίδια ένταση αλλά το πιο παράξενο που είδε από μακριά ήταν δυο σύμβολα που κατοικούσανε στην κορυφή του λιμανιού. Το ένα ήταν ένα σκοτεινό κελί που το λέγανε φυλακή και το άλλο μια σπίθα που συμβόλιζε την ελευθερία.
Η ζωή μού ψιθύρισε πως αυτό το περίεργο λιμανάκι που το όνομά
του ήταν σχολειό θα  βοηθούσε την καρδιά μου να ξαναχτυπήσει.
Έριξε η ζωή την άγκυρα της βάρκας στην άκρη του λιμανιού και η αρχή της μάθησης έκανε την εμφάνισή της λέγοντας πως θα βοηθούσε την ψυχή μου να φτάσει στην κατανόηση αυτών των δυο συμβόλων.
Η λειτουργιά αυτού του λιμανιού ήταν διαφορετική από εκείνο το λιμάνι της οικογένειας. Υπήρχανε πολλές ψυχές που διψούσανε για γνώση και υπήρχανε και λίγες ψυχές που ήταν υπεύθυνες για να δώσουν την γνώση.
Το πιλοτήριο του σώματός μου άρχισε να μαθαίνει να γράφει να διαβάζει και να γίνεται πιο χρήσιμο για το ταξίδι της ψυχής μου. Οι αριθμοί έγιναν αναγκαστικό βάσανο γιατί όλα μα όλα τα μετρούσανε. Μετρούσανε πόσο μετρημένο χρόνο θα μείνει μια ψυχή στο λιμάνι, μετρούσανε με αριθμούς πόσο ικανό είναι το πιλοτήριο της κάθε ψυχής, και σου δίνανε από έναν αριθμό για οτιδήποτε έχεις κάνει όλη τη μέρα, μέσα στα χαοτικά μετρημένα μονοπάτια του λιμανιού.
Τα μετρημένα χρόνια κυλούσανε και η γνώση μαλάκωσε λίγο την οργή της ψυχής μου. Το πιλοτήριο γινότανε όλο και πιο λειτουργικό και πιο χρήσιμο για το ταξίδι. Αυτό που δεν μπορούσε να κατανοήσει η ψυχή μου ήταν η έλλειψη προσοχής για την ίδια και πως όλη η προσπάθεια για γνώση αφορούσε το πιλοτήριο του σώματός της.
Η μοναδική γνώση που ακουμπούσε την ψυχή μου και την έκανε να νιώθει πως υπάρχει κάτι που την αφορά ήταν κάτι μαθήματα που λέγανε για κάποιον που έπλασε όλο αυτόν τον υλικό κόσμο και το όνομά του ήταν θεός. Από τη μια της φαινότανε παραμυθία και δεν ήθελε να πιστέψει με τίποτα όλα όσα της λέγανε για τον θεό και από την άλλη είχε μια περίεργη ανάγκη να νιώσει την παρουσία του έστω και για μια στιγμή.
Δεν μπορούσε να κατανοήσει πώς ο θεός ήταν τόσο κάλος και είχε την έγνοια για όλες τις ψυχές και ήθελε για όλες το καλό τους. Δεν μπορούσε με τίποτα επίσης να κατανοήσει πώς είχε παράλληλα και πολλούς τρόπους για να τις τιμωρεί. Η ψυχή μου ένιωθε πως την τιμωρεί και ήθελε να τον συναντήσει έστω για μια φορά.
Ήθελε να τον ρωτήσει γιατί οι άνθρωποι αφήνουν κάτι που αγαπούν και χτυπάει η καρδιά τους για άλλα λιμάνια.
Περάσανε πάνω από πέντε μετρημένα χρόνια όπου η γνώση γέμιζε το πιλοτήριο μου, μα η καρδιά μου δεν χτυπούσε για τίποτα.
Ο μανδύας της μοναξιάς κάθε βράδυ με έπνιγε και τα μάτια του σώματός μου ανοίγανε για να κυλίσουν τα δάκρυα που πηγάζανε από την ψυχή μου. Όσο και να υπήρχαν γύρω μου πολλές ψυχές η θλίψη από την απουσία της αγάπης κάθε βράδυ βάραινε όλο μου το είναι και κατά ένα παράξενο τρόπο τα δυο σύμβολα  τραβούσανε την προσοχή τής ψυχής μου όλο και πιο έντονα. Ένιωθε την ανάγκη να αγκαλιάσει την φλόγα μα φοβότανε μήπως καεί. Από την άλλη μερικές στιγμές ήθελε να μπει μέσα στην φυλακή και να κλείσει το σώμα της εκεί μέσα και να φύγει μοναχή.
Έτσι περνούσανε τα μετρημένα χρόνια στο λιμάνι του σχολειού όπου η ρουτίνα βασίλευε και δεν άφηνε πολλά περιθώρια για αναζήτηση άλλου λιμανιού. Ο ελεύθερος μετρημένος χρόνος ήταν πολύ μικρός και οι αποδράσεις από το λιμάνι πολύ κοντινές. Οι αποδράσεις ήταν ένα δώρο της ζωής μου προς την ψυχή μου.  Γινότανε κάθε μέρα που έπεφτε ο ήλιος και το σκοτάδι που σκέπαζε όλο το λιμάνι μου έδινε την ευκαιρία να είμαι αόρατος. Η βάρκα μου μπορούσε τα κυλήσει πάνω στον ποταμό
και να με πάει σε μέρη όπου υπήρχε η πιθανότητα να ησυχάσει η ψυχή μου.



κεφ. 1 http://upogia-taxi.blogspot.gr/2013/03/1_20.html 

κεφ. 2 http://upogia-taxi.blogspot.gr/2013/03/2_20.html  




   

πηγή : upogia-taxi »


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου