Σήμερα, πολλά χρόνια μετά, το μόνο που άλλαξε πάνω του είναι ότι απέκτησε λίγα γκρίζα μαλλιά, αλλά πολύ περισσότερη ευτυχία, χάρη στις τέσσερις γυναίκες της ζωής του: τη σύντροφό του και τις τρεις κόρες του, στις οποίες θέλει να παραδώσει έναν πιο όμορφο κόσμο.
Οι ζωές των περισσότερων, τον τελευταίο καιρό, αλλάζουν βιαίως. Η δική σου και των φίλων σου, έχει αλλάξει;
«Όλων η ζωή έχει αλλάξει. Ακόμα κι έναν βιομήχανο να πάρεις, κι εκείνου η ζωή έχει αλλάξει. Αυτοί όμως που πριν από τρία χρόνια την έβγαζαν με τα χίλια ζόρια, σήμερα δεν τη βγάζουν καθόλου. Και των καλλιτεχνών η ζωή έχει αλλάξει. Στη χειρότερη θέση είναι όσοι παλαιότερα, ενώ έκαναν σημαντικά πράγματα, δύσκολα επιζούσαν. Αυτοί, σήμερα δεν μπορούν να τα βγάλουν καθόλου πέρα. Οι νέοι άνθρωποι είναι πολύ φοβισμένοι και δύσκολα επιλέγουν πια να γίνουν μουσικοί, συνθέτες, στιχουργοί, ηθοποιοί, ζωγράφοι και χορευτές, βλέποντας τους συναδέλφους να δουλεύουν ντελίβερι ή κούριερ».
Συμβαίνει αυτό στ’ αλήθεια;
«Ναι, βέβαια. Πάντα ήξερες ότι αν γίνεις μουσικός, μπορεί να ζήσεις φτωχός, κάνοντας όμως αυτό που αγαπάς. Τώρα υπάρχει ο κίνδυνος να μη ζήσεις καθόλου και να μην κάνεις ποτέ αυτό που αγαπάς. Θα υπάρξει τεράστιο καλλιτεχνικό κόστος από αυτή την κρίση. Μόνο τα παιδιά που δεν πάνε στο ωδείο, γιατί δεν έχουν οι γονείς τους να πληρώσουν, να σκεφτούμε…
Πόσες σπουδαίες ερμηνείες θα χάσουμε, πόσοι νέοι άνθρωποι θα ζήσουν στη μιζέρια, εξαρχής απογοητευμένοι, κάνοντας άλλα πράγματα απ’ όσα ήθελαν, πόσοι πίνακες ζωγραφικής δεν θα υπάρξουν, πόσα μεγάλα πράγματα της ζωής μας δεν θα εκφραστούν, πόσα σπουδαία τραγούδια δεν θα γραφτούν, πόσοι σπουδαίοι μουσικοί δεν θα γίνουν ποτέ μουσικοί. Κάποιοι θα πρέπει να μας εξηγήσουν το γιατί».
Σε παλαιότερες δεκαετίες, το ’60 και το ’70, υπήρχαν μουσικοί που εξέφραζαν τις πολιτικές ανάγκες των καιρών, συνεγείροντας και συγκινώντας τα πλήθη. Γιατί δεν υπάρχει πολιτικό τραγούδι σήμερα που να συγκινεί, όπως τότε, που ο κόσμος έκλαιγε ακούγοντας τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη ή καλλιτέχνες όπως τον Νίκο Ξυλούρη, τη Μαρία Φαραντούρη και τον Μάνο Λοΐζο;
«Είναι πολλοί οι λόγοι. Φταίει το τραγούδι μας, φταίει κι ο ακροατής. Έχουμε χάσει την ικανότητα να κλαίμε με ένα τραγούδι. Το όνειρο, την ουτοπία, τα θεωρούμε αμαρτία πια. Χωρίς αυτά, δεν υπάρχει τραγούδι. Πιστεύουμε ότι πρέπει να είμαστε πραγματιστές για να επιβιώσουμε ως λαός και ως άνθρωποι χωριστά. Λείπει επίσης το κοινό βίωμα, είμαστε σκόρπιοι. Στις λέξεις “συνεγείροντας” και “συγκινώντας” που χρησιμοποίησες, το πρώτο συνθετικό είναι το “συν”. Το τραγούδι είναι μοιρασιά, θέλει ομάδα, κοινό βίωμα και κοινό όραμα για να λειτουργήσει. Σήμερα, περνά ο καθένας μας το ζόρι μόνος του. Από την άλλη, υπάρχει στους σημερινούς τραγουδοποιούς ένας φόβος απέναντι στο πολιτικό τραγούδι. Κατά την άποψή μου, το πολιτικό τραγούδι σπανίως εξυπηρέτησε, είτε την πολιτική είτε το τραγούδι. Ο Μάνος Χατζιδάκις που δεν έγραψε εμφανώς πολιτικά τραγούδια, έκανε σπουδαία πολιτική δουλειά, ανεβάζοντας το επίπεδο του κόσμου. Το ίδιο έκανε κι ο Θεοδωράκης, κάνοντας πολιτικό τραγούδι. Τα “μη πολιτικά” τραγούδια του Μαρκόπουλου έπαιξαν τον ίδιο σημαντικό ρόλο με τα “πολιτικά” του. Το να γράφουν ο Γκάτσος και ο Χατζιδάκις ένα αριστούργημα που λέει ότι «αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ», είναι πιο επαναστατικό από το να γράφει κάποιος άλλος ένα μέτριο, που λέει «εμείς θα αλλάξουμε τον κόσμο».
Δεν το έκαναν όμως μόνο οι πολιτικά στρατευμένοι καλλιτέχνες αυτό. Οι στίχοι του Ελύτη «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή» είχαν τη δύναμη να συγκινούν και να κινητοποιούν μάζες.
«Έχουμε φάει, οι μάζες που λες, πολλή απογοήτευση τις τελευταίες δεκαετίες. Είδαμε πολλά, ζήσαμε πολλά, είμαστε πια καχύποπτοι. Δεν μας πείθουν εύκολα ούτε τα λόγια ούτε τα τραγούδια. Υπάρχει έντονα στους δημιουργούς ο φόβος του λαϊκισμού. Από τη μια δεν μπορεί να σφυρίζεις αδιάφορα και να εξαιρείς την πραγματικότητα από τον στίχο, και από την άλλη είναι πολύ δύσκολο για κάποιον να μιλήσει για αυτή την πραγματικότητα, έχοντας προλάβει να αφομοιώσει και να μετατρέψει τα γεγονότα σε τέχνη. Πρέπει να είναι σίγουρος ότι δεν λέει απλώς τα πράγματα που όλοι θέλουν να ακούσουν, για να εξυπηρετήσει τελικά τον εαυτό του. Το ότι δεν γράφουν ακόμη οι περισσότεροι τραγουδοποιοί “επίκαιρα” τραγούδια, είναι κατά τη γνώμη μου δείγμα υγείας. Αν σε μερικά χρόνια δεν γραφτούν σημαντικά τέτοια τραγούδια όμως, θα είναι δείγμα ανικανότητας».
Από τις συγκεντρώσεις της πλατείας Συντάγματος πώς και δεν βγήκε τίποτα;
«Βγήκαν λίγα τραγούδια, μάλλον απλοϊκά. Κι εγώ έγραψα ένα τραγούδι για την πλατεία και το τραγούδησα εκεί. Κι αυτό απλοϊκό. Είμαστε όλοι ξαφνιασμένοι. Δεν θα έπρεπε, αλλά είμαστε. Είναι πολύ δύσκολο να πεις την αλήθεια για αυτό που συμβαίνει, χωρίς να το έχεις αφομοιώσει πρώτα. Κι αν το τραγούδι δεν πει την αλήθεια, τότε δεν έχει λόγο ύπαρξης. Πριν από την κρίση ήταν πιο απλό το να γράψω ένα τραγούδι σαν την “Πατρίδα”. Αν το έγραφα τώρα, εκ των υστέρων δηλαδή, ίσως να μην το έβαζα σε δίσκο. Θα με υποπτευόμουν για δεύτερες σκέψεις. Σήμερα εξετάζω τον εαυτό μου δέκα φορές για να καταλάβω αν είναι καθαρός».
Εσύ που είσαι καλλιτέχνης με ευαισθησίες, έχεις νιώσει την ανάγκη να γράψεις ένα τραγούδι-κραυγή;
«Δεν είμαι άνθρωπος που κραυγάζει. Πρέπει να συνεννοηθούμε επιτέλους και να βάλουμε όραμα μπροστά μας. “Να οργανωθούμε ρε παιδιά”, που λέει και το ανέκδοτο. Κι αυτό δεν θα γίνει ούτε με κραυγές οργής, ούτε με “ζήτω”. Γι’ αυτό και ο όρος “αγανακτισμένοι” μού είναι απεχθής. Δεν εμπεριέχει υπόσχεση. Το “ονειροπαρμένοι”, αν και αστείο, θα ήταν καλύτερο. Γράφω ένα τραγούδι όταν χρειάζομαι να το ακούσω. Από ανάγκη δηλαδή.
Και η ανάγκη αυτή τη στιγμή είναι να συγκεντρωθούμε, να δούμε ποιοι είμαστε, ο καθένας και όλοι μαζί, τι μας συμβαίνει και να ονειρευτούμε πού θέλουμε να πάμε. Μαζί με αυτά, θα έρθουν και τα σπουδαία τραγούδια. Πάντα έρχονται».
Η κρίση και η φτώχεια σε επηρεάζει ως δημιουργό;
«Το “ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος” μού φαινόταν πάντα γελοίο. Με επηρεάζουν όλα, συνολικά, όπως όλους μας. Υπάρχει όμως και η θετική πλευρά της ιστορίας αυτής».
Ποια είναι αυτή;
«Έχουμε αρχίσει να ντρεπόμαστε να εκθέτουμε την ψεύτικη ευδαιμονία και τον πλούτο κι αυτό είναι ένα κέρδος από την τραγική αυτή κατάσταση. Βλέπω στα φανάρια τις κυρίες στα πολυτελή πανάκριβα αυτοκίνητα να σκύβουν καμιά φορά το κεφάλι κι ελπίζω να είναι από ντροπή. Το βρίσκω ανθρώπινο, σαν μια αυτογνωσία επιτέλους. Οι περισσότεροι έχουμε πολυτέλειες που δεν συνάδουν με τη φτώχεια της χώρας, με την πείνα του γείτονα».
Τι εννοείς;
«Εννοώ πως όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, καταναλωθήκαμε στα περιττά, εις βάρος των άλλων και του εαυτού μας, χάνοντας την ουσία. Και τώρα ντρεπόμαστε».
Δεν νομίζω να συμφωνείς ότι «τα φάγαμε όλοι μαζί»;
«Κάθε επικίνδυνη φράση κρύβει μεγάλες δόσεις αλήθειας. Αυτό που μας ενοχλεί στη φράση αυτή δεν είναι αυτό που σε πρώτη ανάγνωση λέει. Είναι τα όσα κρύβονται πίσω της. Η χυδαιότητα του πολιτικού, που ενώ έχει εμπνεύσει και υπηρετήσει αυτόν τον τρόπο ζωής, μέσα από τον πολιτικό χώρο που εκπροσωπεί, ενώ τον έχει ουσιαστικά επιβάλει στους συμπολίτες του, έρχεται τώρα και τους κατηγορεί γι’ αυτό.
Όπως και το υπονοούμενο που κρύβει: Όλοι μαζί τα φάγαμε, άρα όλοι μαζί θα τα πληρώσουμε… Στην πράξη, εννοεί πως αυτοί που έφαγαν τα λιγότερα, θα πληρώσουν τα περισσότερα και αυτοί που οδήγησαν τη χώρα εδώ, θα απαλλαγούν των ευθυνών τους, αφού όλοι είμαστε συνυπεύθυνοι. Εξισώνει δηλαδή τον εργάτη που έκλεισε παράνομα το βεραντάκι για να το κάνει δωμάτιο, με τον άλλον που πήρε τις μίζες των εκατομμυρίων».
Μήπως άφησαν όλα αυτά να συμβαίνουν, ακριβώς για να μπορούν να κάνουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους και μετά να λένε ότι είμαστε όλοι συνένοχοι;
«Έπρεπε να πέφτουμε χαμηλά, να εξευτελιζόμαστε κάνοντας μικροαπατεωνιές, βάζοντας μέσον ή δηλώνοντας λιγότερα περιμένοντας την “περαίωση”, προκειμένου να νιώθουμε ότι, όσο κι αν δεν μας αρέσει, έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν».
Ποιο ήταν τελικά το μεγάλο λάθος;
«Νομίζω ότι ένα μεγάλο λάθος ήταν ότι δεν πιστέψαμε αρκετά στον ελεύθερο άνθρωπο. Δεχθήκαμε σιωπηλά μια βολική υποδούλωση. Μας άρεσε να έχουμε την ψευδαίσθηση της ελευθερίας χωρίς να πληρώνουμε το τίμημά της».
Είναι ακριβή η ελευθερία;
«Είναι τεράστια η χαρά να την πληρώνεις, μάλλον το έχουμε ξεχάσει. Υποδουλωθήκαμε με διάφορους τρόπους. Γίναμε ευτυχείς καταναλωτές. Ανταλλάξαμε την ελευθερία με τη γυαλιστερή φωτογραφία της. Δώσαμε ευχαρίστως μία εβδομάδα εργασίας για ένα μίξερ, ενώ είχαμε άλλα δύο στο σπίτι. Μια μέρα απουσίας από τα παιδιά μας για ένα “προϊόν”. Γίναμε τηλεμάρκετινγκ. Τα όνειρά μας έγιναν πλαστικούρα. Δεν ξέρω από πού ξεκινούν τα λάθη, ούτε πώς θα διορθωθούν. Φοβάμαι όμως πως, αν υποθέσουμε ότι βρισκόταν ένας καλός άνθρωπος να μας πει “ξεχρεώνω όλο το εθνικό σας χρέος και σας δίνω άλλα τόσα από πάνω, επειδή είστε ωραίοι”, θ’ αρχίζαμε πάλι τα ίδια, θα τελειώναμε τις ζωές μας ικανοποιημένοι και ηλίθιοι.»
Είσαι αισιόδοξος ή ανησυχείς;
«Στενοχωριέμαι γιατί πολλοί αθώοι άνθρωποι υποφέρουν, απελπίζονται και δεν μπορούν να βρουν βοήθεια. Τα υπόλοιπα, αισιοδοξίες και ανησυχίες είναι δευτερεύοντα».
Σε προβληματίζει πώς θα είναι ο κόσμος όταν θα βγουν σε αυτόν τα παιδιά σου;
«Εννοείται. Και αισθάνομαι και υπόλογος. Το πρόβλημα της πείνας σε άλλα μέρη του πλανήτη, όσο είχαμε μια άνεση, ελάχιστα μας απασχολούσε. Ζούσαμε σε βάρος αυτών των ανθρώπων. Το παιδί μου έπαιζε μ’ ένα παιχνίδι που το είχε φτιάξει ένα κινεζάκι, το οποίο εργαζόταν κάτω από το μαστίγιο. Πηγαίνω την κόρη μου στο σχολείο, καίγοντας βενζίνη, για την οποία έχει χυθεί αίμα άλλων παιδιών.
Κι ας μην ξεχνάμε πόσοι φτωχοί υπήρχαν στην Ελλάδα πριν από την κρίση και πόση εκμετάλλευση είχαν υποστεί τόσοι εργάτες, Έλληνες και ξένοι, όταν τα πράγματα ήταν υποτίθεται καλά. Αφήσαμε τα ορφανά παιδιά του Χατζηκυριάκειου να ζουν σε κοντέινερ, από τον σεισμό του ‘99 μέχρι σήμερα. Όταν όμως η φτώχεια χτυπάει μαζικά την πόρτα σου, όπως τώρα, δεν μπορείς πια να κοιτάς από την άλλη. Υπάρχει μπροστά μας ο πόνος των προσώπων, που δεν είναι αριθμοί, δεν είναι μία πληροφορία στην τηλεόραση, δεν πονάνε πια κάποιοι άγνωστοι, άγνωστο πού.
Είναι άνθρωποι δικοί μας, γνωστοί μας, που ξέρουμε το όνομά τους και λέμε καλημέρα και δεν έχουν να ταΐσουν το παιδί τους το βράδυ, ή καρκινοπαθείς που δεν έχουν να πάρουν τα φάρμακά τους. Είμαστε εμείς οι ίδιοι. Όλο αυτό πρέπει να μας αλλάξει, στη σκέψη και στην πράξη. Και να μας κάνει όχι πιο ρεαλιστές, αλλά πιο ουτοπιστές. Γιατί, τι μπορείς να ονειρευτείς, αν όχι την ουτοπία; Να ονειρευτείς πως χρωστάς λιγότερα στην τράπεζα; Είναι όνειρο αυτό; Όχι, θα ονειρευτείς το απόλυτο, για να καταφέρεις το ελάχιστο. Όποιος δεν ονειρεύεται το άπιαστο, δεν ονειρεύεται».
Κατέβαινες στις συγκεντρώσεις της πλατείας Συντάγματος;
«Πολλές φορές».
Χημικά έχεις φάει;
«Πολλά».
Δεν θυμώνεις που ψεκάζουν με χημικά και απαγορεύουν με τη βία σε κάθε φιλειρηνικό πολίτη να διαδηλώσει την αντίθεσή του στην κυβερνητική πολιτική;
«Επέζησα δύο βομβαρδισμών στη ζωή μου. Η αγριότητα στην πλατεία ήταν ίδια. Από τη μια έλεγες ‘‘δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό’’ και από την άλλη ήξερες ότι ήταν αδύνατον να μη συμβεί. Είδα αστυνομικούς να πετάνε μάρμαρα σε ηλικιωμένους, που ήταν ξαπλωμένοι σε φορεία, λιπόθυμοι.
Ήταν σαφές πως είχαν το ελεύθερο να κάνουν ότι γουστάρουν, φτάνει να διαλύσουν αυτό που συνέβαινε. Και αυτό που συνέβη στην Πλατεία, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις, ήταν σημαντικό. Η συνύπαρξη και μόνο τόσο διαφορετικών ανθρώπων, τόσο διαφορετικών ιδεολογιών και τάσεων, σε μια πλατεία για μέρες και νύχτες, ήταν σπουδαίο σχολείο.
Δεν υπήρχε σαφές ιδεολογικό στίγμα στη μάζωξη αυτή. Μπερδεμένη, αλλοπρόσαλλη, υστερική, απλοϊκή, ανήσυχη, σκεπτόμενη, απερίσκεπτη, ουσιαστική, οργισμένη, αστεία, ανόητη, υποσχόμενη, παιδική χαρά, όπως θέλεις πες την. Ήταν πάντως ένα ζωντανό πρόσωπο δικό μας. Ήταν η εικόνα μας. Πριν από λίγο καιρό ήμουν στην Ουάσιγκτον και βρέθηκα στο Occupy Washington. Είναι κι αυτό εικόνα της κοινωνίας τους.Ένας Έλληνας εκεί δύσκολα θα ένιωθε στα νερά του».
Τι εννοείς;
«Είναι αμερικανιά το πράγμα, κι έτσι πρέπει να είναι. Είναι άνθρωποι με τα ίδια ιδανικά και τις ίδιες ανάγκες, με άλλα όμως βιώματα, εκφρασμένα με έναν διαφορετικό τρόπο, μέσα από μία άλλη γλώσσα. Ρωτάω κάποιον ‘‘πώς παν’ τα πράγματα;’’ Μου λέει ‘‘άσε, είναι πολύ επικίνδυνα’’, ‘‘δηλαδή;’’ ρωτάω ξανά. ‘‘Υπάρχει περίπτωση να εμφανιστεί η αστυνομία και να αρχίσει να ξεστήνει τις σκηνές μας’’ απαντάει».
Χημικά δεν είχε εκεί;
«Είχε. Και ξύλο έχει πέσει. Και συλλήψεις έχουν γίνει πολλές, σε όλες τις ΗΠΑ. Αλλά δεν είναι ο πόλεμος που ζήσαμε εμείς εδώ, αυτή η απίστευτη βία. Εδώ, το μόνο που έμεινε είναι να αρχίσουν να πυροβολούν».
Αυτή η ακροδεξιά ρητορεία που κυριάρχησε τελευταία στην ατζέντα με τους «λαθρομετανάστες», πώς σου φάνηκε;
«Γιατί βάζουμε σε εισαγωγικά τη λέξη «λαθρομετανάστης»; Γιατί βάζουμε ένα “μετά συγχωρήσεως” μετά τη λέξη; Γιατί μετατρέπουμε έναν τυπικό χαρακτηρισμό σε αρνητική έννοια; Λαθρομετανάστης είναι όποιος συνάνθρωπος έφυγε από την απάνθρωπη χώρα του, πέρασε τα απάνθρωπα σύνορα του απάνθρωπου κράτους μας και βρέθηκε εδώ, στην απάνθρωπη χώρα μας, χωρίς χαρτιά. Είναι κι αυτός μετανάστης. Και ο όρος αυτός, για τους Έλληνες, θα έπρεπε να είναι ιερός.
Το πρώτο συνθετικό της λέξης μας πειράζει; Εμάς, τους σε όλα νόμιμους, τους καθόλου λαθραίους; Ας μιλήσουμε επιτέλους μια γλώσσα αληθινή».
Έχει χρωματιστεί η λέξη αυτή και κάποιος που τη χρησιμοποιεί μπορεί να χαρακτηριστεί και ακροδεξιός.
«Μα το ότι χρωματίστηκε είναι ήδη μια νίκη δική τους. Και βάζουμε εμείς εισαγωγικά, μη μας πούνε ακροδεξιούς. Σε λίγο θα βάλουμε εισαγωγικά και στη λέξη άνθρωπος. Πάντως, η συζήτηση για τη μετανάστευση έπρεπε να έχει γίνει εδώ και χρόνια. Ανθρώπινα».
Συμφωνείς με αυτούς που λένε ότι και η Αριστερά έχει ευθύνες, γιατί είχε υποτιμήσει το πρόβλημα;
«Αν και θα αδικήσω τις προσπάθειες πολλών ανθρώπων εδώ, στη Μυτιλήνη, στη Χίο και αλλού, σε έναν βαθμό συμφωνώ. Αν η Αριστερά, η παγκόσμια αλλά και η ελληνική, ήθελε, όπως λέει, να έχει ως βάση της τον άνθρωπο, έπρεπε να είχε ασχοληθεί με την ανθρωπιστική πλευρά του θέματος πολύ πιο σοβαρά και πρακτικά, χωρίς καμιά ρητορεία. Χωρίς να γιγαντώνει ή να χρησιμοποιεί το θέμα σαν πιστοποιητικό αριστεροσύνης, χωρίς να τρώγεται με τα ρούχα της.
Θα έπρεπε να είχε προβλέψει το σημερινό μέγεθος του ανθρωπιστικού προβλήματος και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με όλο το κόστος, να είχε βρει και να είχε επιβάλει μια λύση. Θα μου πεις, είναι διασπασμένη, είναι αδύναμη η θέση της, οι δεξιοί είναι κάφροι, το σύστημα είναι σάπιο, είναι δύσκολη η εποχή, είναι πολύ δύσκολο το θέμα. Μα, για τα δύσκολα δεν υποτίθεται πως υπάρχει η Αριστερά; Αν μπορεί να συνεννοηθεί και να είναι αποτελεσματική μόνο στα εύκολα, να μας το πει να το ξέρουμε. Γιατί και οι ντόπιοι υποφέρουν από αυτό το ζήτημα, και όσο το παραγνωρίζουμε, φοβούμενοι μην μας πουν πως δεν είμαστε αρκετά αριστεροί, τρέφουμε την ακροδεξιά.
Την ευθύνη της εξύψωσης του ανθρώπου από τα χαμηλά στα ψηλά την έχει αναλάβει οικειοθελώς η Αριστερά. Με μεγάλη αυταρέσκεια, αν και αναποτελεσματικά, την κουβαλάει τόσα χρόνια. Έχει λοιπόν ευθύνη. Τώρα που ανεβαίνει, είναι η μεγάλη της ευκαιρία να μπορέσει να κάνει μια αυτοκριτική, να παραδεχτεί τις αδυναμίες, τις αναποτελεσματικότητες, τις ανικανότητες και τα λάθη της.
Τώρα, την ώρα που είναι δυνατή. Γιατί όλοι κάνουν την (αστεία πάντα και ανέξοδη, αφού ό,τι ήταν να χάσουν το έχασαν) αυτοκριτική τους όταν γκρεμίζονται, όπως ο Βενιζέλος και το ΠΑΣΟΚ. Αν θέλει η Αριστερά να δώσει ένα μάθημα και μια υπόσχεση, ας κάνει την αυτοκριτική της τώρα».
Πολλοί περιμένουν έναν μεσσία…
«Ναι, τον “από μηχανής θεό”. Δεν θα έρθει. Εμείς θα βρούμε τον τρόπο. Και αφού ο τρόπος δεν θα είναι θεϊκός, ας είναι τουλάχιστον ανθρώπινος. Ανάλογα με το πόση αγάπη και σεβασμό προς τον άνθρωπο θα εμπεριέχει, η όποια λύση θα δείξει σε μεγάλο βαθμό και το αν αξίζουμε να πάμε κάποτε καλύτερα σαν τόπος.
Στην Κύπρο λέμε: “Ο τόπος είναι ο άνθρωπος”. Κι αν στην αδύναμη στιγμή μας συμπεριφερθούμε απάνθρωπα στους ακόμη πιο αδύναμους, δεν θα μας αξίζει τίποτα».
Ελεύθερος νιώθεις; Έχεις αυτά που θέλεις σε αυτή την χώρα;
«Νιώθω ελεύθερος, χωρίς να έχω αυτά που θέλω. Θέλω παιδεία για τα παιδιά μου, σύστημα υγείας για τους γονείς μου, δικαιοσύνη, ισότητα, προσβασιμότητα για τα ΑΜΕΑ, ανθρώπινες συνθήκες ζωής για όλους, αξιοπρέπεια, λιγότερο απαίσιες πόλεις, μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη δημοκρατία, λιγότερη γραφειοκρατία, ένα τέλος στη φεουδαρχία και χίλια δυο άλλα.
Αυτή η κουτσή χώρα όμως, μου χάρισε πολύτιμα πράγματα. Την αγαπώ με πάθος και της είμαι ευγνώμων. Αν ζούσα στο εξωτερικό και είχα την αντίστοιχη αποδοχή, τρία τινά θα μπορούσαν να συμβούν:
Είτε θα γινόμουν σούπερ σταρ και θα είχα μιαν άλλη, αφόρητη ζωή, είτε θα γινόμουν κανένας εναλλακτικός πλην πλούσιος καλλιτέχνης-γκουρού, πράγμα που αποστρέφομαι (άσε που δεν βοηθάει η φάτσα μου), είτε θα εξαφανιζόμουν γιατί δεν θα άντεχα να ξυπνάω με τον μάνατζερ, να τρώω πρωινό με τον δικηγόρο, μεσημεριανό με τον εταιριάρχη, τσάι με τον λογιστή, βραδινό με τον υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων και το βράδυ να κοιμάμαι με τον δημοσιογράφο.
Η Ελλάδα (δηλαδή οι πολίτες της) μού πρόσφερε μια ζωή χωρίς να χρειάζεται να κάνω όλα αυτά. Μου έδωσε τη δυνατότητα να μην λογοδοτώ σε κανέναν για τις καλλιτεχνικές και τις προσωπικές μου επιλογές. Εκμεταλλεύτηκα, αν θες, την ανοργανωσιά μας, καθώς και την ανάγκη μας για το μη τυποποιημένο, για να ζήσω και να πράξω όπως αντέχω. Πληρώνοντας βέβαια το κόστος».
Σου λέει κάτι το δίλημμα «μέσα ή έξω από την Ευρωζώνη;» Θέλεις να μου πεις γι’ αυτό;
«Κι εγώ; Δεν θέλω να επηρεάσω κανέναν, ούτε να πάρω κανέναν στον λαιμό μου. Πιστεύω, πάντως, πως το αν θα μείνει μία χώρα στην Ευρωζώνη ή όχι, δεν θα εξαρτηθεί από το ποιος θα βγει στην κυβέρνηση. Ούτε από το εάν θα επαναδιαπραγματευθεί απλώς ή αν θα καταγγείλει το μνημόνιο. Και θεωρώ πως, αν ο δικομματισμός πραγματικά τελείωσε –και αυτό θα φανεί πιο αργά- τότε η 6η Μαΐου θα πρέπει να γιορτάζεται σαν εθνική γιορτή».
Τι κάνεις αυτή τη στιγμή; Ετοιμάζεις κάτι;
«Έχω ξεκινήσει και γράφω μετά από καιρό…»
Πώς γράφεις; Λες τώρα θα καθίσω να γράψω ή περιμένεις να σου έρθει η έμπνευση;
«Πρέπει να μη με κυνηγάνε πράγματα, να έχω ησυχία, να κοιμούνται όλοι, να απουσιάζει η ζωή για ν’ αναγκαστώ να τη δημιουργήσω ο ίδιος. Όταν η ζωή είναι εκεί, παλλόμενη και φαντασμαγορική, το βρίσκω πολύ μικρό να κλείνεσαι κάπου, προκειμένου να την επινοήσεις εξαρχής και να την τραγουδήσεις. Γράφω αργά τη νύχτα ή τα ξημερώματα, όταν δεν κινείται τίποτα.
Περνώντας μέσα από μια διαδικασία σύγχυσης, καθαρότητας, βαρεμάρας, ποτού, διαβάσματος, ακρόασης, απελπισίας, άκρα της χαράς, με πιάνει μια μανία ν’ ακούσω ένα τραγούδι που δεν υπάρχει. Σ’ ένα κομμάτι χαρτί γράφω πέντε νότες, δυο λέξεις από κάτω και σε μερικά λεπτά είναι εκεί, ζωντανό σαν μωρό.
Καλό, μέτριο ή κακό, αυτό είναι, αυτός ήμουν σήμερα. Αυτή η στιγμή της απομόνωσης όταν έρχεται… μόνος μου είμαι τρελός».
Είσαι ένας άνθρωπος που ζει τη ζωή…
«Η αλήθεια είναι πως δεν πολυβγαίνω, δεν έχω χόμπι, δεν κάνω παρέα με διάσημους, κοιμάμαι περισσότερες από τις μισές νύχτες εκτός σπιτιού, δεν βλέπω ποδόσφαιρο ούτε άλλη τηλεόραση, σπάνια ψωνίζω, ζω ακόμη με τον πατέρα μου, δεν έχω καμία “κοινωνική ζωή”, δεν παίρνω ναρκωτικά, δεν έχω ιδέα τι είναι το facebook. Παρ’ όλα αυτά, προς μεγάλη μου έκπληξη, ζω σχεδόν κανονικά».
Συνέντευξη στη Βασιλική Σιούτη για το περιοδικό ΜΟΝΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου