Και μιας και είπα βαφτίζουμε, ας χρησιμοποιήσω την βάφτιση του γιου μου για
παράδειγμα. Ήθελα η βάφτισή του να γίνει βάσει των αξιών/σωστών μου, αυτών των
αξιών που μου υποδείκνυε, καραμπινάτα και αδιαμφισβήτητα για σωστά, το μέσα
μου. Είπα λοιπόν, σε όλους τους εμπλεκόμενους, πώς θέλω να γίνει η βάφτιση: Να
είναι Ιερό το μυστήριο, να μην έχει κόσμο (να μην μετατραπεί σε κοσμικό
γεγονός, αφορμή κουτσομπολιού, πώς ντύθηκε η μία, κι αν χώρισε η άλλη), να μην
έχει κάμερες, φώτα, φωτογράφους (να σε στήνουν για να δείξεις πόσο
χαίρεσαι), να μην χρειάζεσαι λεφτά για να τελεστεί (δηλ. ο
φτωχός δεν μπορεί να αγιάσει το παιδί του; ), να υπάρχει αγνότητα και απλή
άδολη αγάπη, ΟΥΤΩΣ ΩΣΤΕ να μπορέσει μετατραπεί σε άγιο το λάδι που αγοράζει από
το σούπερ μάρκετ ο παπάς για να ευλογήσει το παιδί σου.
(Το παρατράβηξα ε, θα το θέσω και λογικά: ) Αν δεν είναι σκοπός του μυστηρίου να φέρει κατάνυξη και ανύψωση στον άνθρωπο, ώστε να γίνει ένα με το θείο και/για να μπορέσει να κάνει το λαδάκι άγιο, γιατί δεν βαφτίζεις το παιδί σου μόνος σου στο σπίτι σου με το λάδι που έχεις στο ντουλάπι; Το ίδιο έχει κι ο παπάς. Θα γλιτώσεις και του κόσμου τα χρήματα. Κι αν είσαι από εκείνους που δεν πιστεύεις σε κατανύξεις, ανυψώσεις, θεία και αηδίες, γιατί τελείς το μυστήριο της βαφτίσεως; Έχεις την επιλογή να το αφήσεις αβάπτιστο το παιδί σου, επιλογή δεν έχεις να αμαυρώσεις το μυστήριο.)
Όταν είπα τα ανωτέρω στους εμπλεκόμενους, όλοι (φυσικά) αντέδρασαν, κανείς
δεν συμφωνούσε με τα δικά μου σωστά, και μου έδωσαν τα δικά τους ως αντίλογο:
Έμαθα λοιπόν ότι τα παιδιά τα βαφτίζουν για τα δώρα. Που, αν θελήσει ο γονιός
(έχει την επιλογή) θα πει στους καλεσμένους αντί για δώρο να του δώσουν
χρήματα… (Όταν μου το είπαν, εκείνη την εποχή, αναρωτήθηκα κάτι.. Γιατί εγώ
πήγαινα σπάνια σε κοινωνικές εκδηλώσεις, και γιατί δεν ήξερα ότι στις βαφτίσεις
δίνουν δώρο; Γιατί πήγαινα μόνο εκεί που αγαπούσα και αντί δώρου πρόσφερα τις
ευχές μου, τις ευχές που έχουν αξία ανεκτίμητη γιατί έβγαιναν μέσα από την
καρδιά μου. Μετά από αυτόν τον συλλογισμό κατάλαβα και τι σημαίνει αντίδωρο.)
Ένα άλλο δικό τους σωστό, που έδωσαν ως αντίλογο είναι: Είναι ντροπή να μην
καλέσουμε συγγενείς και φίλους (ακόμη και όσους δεν γουστάρουν μία -κυρίως
αυτούς θέλουν να καλέσουν), γιατί έτσι είθισται!! Είναι λάθος να
δώσουμε αφορμή για σχόλια, πρέπει να αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις κλπ. Να
σημειωθεί εδώ ότι ΚΑΝΕΙΣ δεν θέλει να τον υπακούσει, ειδικά αυτόν τον
συγκεκριμένο κανόνα της κοινωνίας, του είθισται (τα λεφτά/δώρα τους συμφέρουν,
δεν καν αυτοερωτώνται). ΟΛΟΙ οι άνθρωποι, ΚΑΤΑ ΒΑΘΟΣ, δεν θέλουν να
τηρήσουν αυτόν τον κανόνα, όλοι «αναγκάζονται» και τον τηρούν. Και το λέω με
βεβαιότητα αυτό το όλοι, διότι σε όποιον έχω πει τις θεωρίες μου, μου λέει:
ωραία αυτά που λες αλλά δεν γίνονται.
Γίνονται ή δεν γίνονται; Σε αναγκάζει κάποιος να πατήσεις αυτό που θεωρείς
σωστό ή επιλέγεις εσύ να το πατήσεις; Αυτό που είσαι κατά βάθος σου έχει
ύπαρξη, αν δεν το εφαρμόζεις ζώντας;
Δεν θα μακρηγορήσω, περίμενα βέβαια 2,5 χρόνια (οι τύψεις!!! με πείθανε ότι
δεν είναι μόνο δικό μου το παιδί!! δεν έχω μόνο εγώ δικαίωμα στην απόφαση),
ΟΜΩΣ η βάφτιση του γιου μου έγινε σύμφωνα με τις αρχές μου. (Άρα..
ΓΙΝΕΤΑΙ φίλε μου. Αν ένας το μπορεί -το ό,τι- σημαίνει πως γίνεται/κανείς δεν
ευθύνεται που δεν το επέλεξες/είσαι αποκλειστικά και μόνο αυτά που εφάρμοσες,
κι όχι το κατά βάθος σου.)
Δεν ήταν οι τύψεις μου ο μόνος λόγος που καθυστέρησα τόσο να βαφτίσω το γιο
μου. Δεν έβρισκα και παπά! Για να βρω έναν κανονικό παπά, Ιερέα δηλ., που να
τελεί το μυστήριο όχι για να κονομήσει, έψαχνα δύο χρόνια! Στην αρχή έψαχνα σε
μοναστήρια, διότι εκεί -λογικά- είναι πιο πιθανό κάποιος να βρει πνευματικό
άνθρωπο. Όσοι μονάζουν δεν τρίβονται, δεν έρχονται αντιμέτωποι με δυσκολίες,
δεν τρώνε στην μάπα την σαπίλα, δεν εκβιάζονται να συμμετέχουν στο σαθρό γιατί
αλλιώς θα τους περιθωριοποιήσουν, δεν έχουν προβλήματα, δεν κουβαλούν ευθύνες
παιδιών, βιοπορισμού κλπ, που τους κοινούς θνητούς αναγκαστικά τους οδηγούν
μακριά από την θεία τους υπόσταση. Άρα, πώς γίνεται κάποιος που μονάζει να
είναι απλά ένας κοινός θνητός; Και ακόμα χειρότερα, πώς γίνεται να είναι ο
χειρότερος (με την έννοια του πιο άψυχος) των κοινών θνητών; Σε όσους παπάδες
είπα τα ιερά και άξιά μου (ό,τι έλεγα και στους δικούς μου είπα και σ’ αυτούς,
και τα έλεγα από την καρδιά μου και με αγάπη, όχι όσο χονδροειδώς τα γράφω),
ΟΛΟΙ με κοιτούσαν σαν να είμαι τρελή και με κάποια δικαιολογία την έκαναν με
ελαφρά (κάποιος τους ζητούσε, κάποια δουλειά προέκυπτε κλπ).
Τυχαία βρήκα έναν ιερέα (δεν θυμάμαι πώς, τις συγκυρίες), που λειτουργεί
στην Νίκαια. Δεν ήταν σαν τον πάτερ Φραγκίσκο της Ασίζης, ήταν ένας κανονικός
μοντέρνος παπάς. Όταν του ανέφερα τα ανωτέρω, μου είπε: μπράβο κορίτσι μου, δεν
έχω ξανακούσει τέτοια λόγια από κανέναν μέχρι σήμερα, σε συγχαίρω για τις
απόψεις σου. Αυτός βάφτισε τον γιο μου. Κι όχι μόνο τέλεσε το μυστήριο
ΚΑΝΟΝΙΚΑ, με όλη δηλ. την ιερότητα και την «μαγεία» του μυστηρίου, αλλά ανέλαβε
κι όλη την γραφειοκρατική δουλειά (;;;!!! δεν θα το σχολιάσω) που έχει μία
βάφτιση, για να μην την υποστώ εγώ (σαν να μην ήθελε να μην με βγάλει από την
κατάνυξή μου ένα πράγμα), ανέλαβε τα πάντα και τα έφερε εις πέρας τέλεια παρά
του ότι υπήρχαν και κάποιες δυσκολίες, όπως πχ το ότι ήμουν ανύπαντρη. Στην
εκκλησία ξέρεις, έχουν πρόβλημα με αυτό.. όπως έχουν πρόβλημα και με το να
θάψουν αυτόν που αυτοκτονεί, αλλά θα το αφήσω αυτό προς ώρας. Ο λόγος που δεν
παντρεύτηκα ήταν ότι δεν ήμουν σίγουρη αν μπορώ να τηρήσω τον όρκο μου, αυτό το
«μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος». Η εκκλησία φυσικά δεν έχει πρόβλημα με αυτούς
που δεν τον τηρούν, που δεν τηρούν αυτόν τον απίστευτα φοβερό όρκο, ενός
απίστευτα φοβερού μυστηρίου. Δεν έχει πρόβλημα με αυτόν λοιπόν που τόσο ελαφριά
την καρδία τον παίρνει, αλλά και με τόσο ελαφριά την καρδία τον καταπατεί, έχει
πρόβλημα με αυτόν που δεν θέλει να τον ατιμάσει. Είχε κι ένα άλλο μπέρδεμα η
υπόθεσή μου.. Είχα επιλέξει να γίνει η βάφτιση σ’ ένα ξωκλήσι άλλης ενορίας….
Το ξέρεις ότι απαγορεύεται να πάει ένας παπάς να λειτουργήσει σε ενορία που
λειτουργεί άλλος παπάς; Μπορείς να φανταστείς τον λόγο που αυτό γίνεται; Για
την κονόμα, πολύ σωστά. (Αν ντρέπεστε να ξέρετε ότι δεν μπορείτε να ρίξετε τα
βάρη στον γραφιά, εσείς τα εφαρμόζετε, δικά σας πεπραγμένα είναι.) Το εκκλησάκι
βρίσκεται στο Πέραμα, στην κορυφή ενός λόφου (ανεβαίνεις άπειρα σκαλιά για να
το φτάσεις) και πίσω του έχει τρεις τεράστιους σταυρούς (πιο μεγάλους από το
εκκλησάκι!) που τους βλέπεις και σου έρχεται στο νου κατευθείαν η Σταύρωση. Γι’
αυτό το επέλεξα.
Φεύγουμε τώρα από το μελό, και πάμε στο ζήτημα το καθεαυτό, που είναι τα
κριτήρια!
ΟΛΟΙ όσοι είναι υποχρεωμένοι να με φαν στην μάπα (οικογένεια, παιδιά, σόι
μου), αλλά και όσοι έχουν την «τύχη» να βρεθούν στο διάβα μου έστω και για
λίγο, έχουν την ίδια ακριβώς γνώμη για μένα, η οποία είναι: Δεν μπορεί άνθρωπος
να σου μιλήσει, έχεις μία απίστευτα εγωιστική συμπεριφορά όταν νιώθεις ότι έχεις
δίκιο, κι αυτό δεν γίνεται να είναι σωστό! Σου διαφεύγει ότι ο κάθε άνθρωπος
έχει την δική του πραγματικότητα, σωστή ή λάθος, δεν έχει σημασία. Αν αυτός την
βλέπει για σωστή, με καλό σκοπό πάντα, τότε ναι είναι σωστή. Το να
είσαι ακριβοδίκαιη δεν είναι στα συν. Είναι ένα τρυπάκι που σε οδηγεί
τις πιο πολλές φορές σε λάθος δρόμους.
(Τέλεια το έθεσα ε; Δεν είναι δικό μου, ένας φίλος μού το έγραψε πρόσφατα
και είναι πραγματικά ό,τι ακριβώς πιστεύει ο κάθε ένας που με γνωρίζει! Και μου
το έχει πει φυσικά ο καθένας, πολλάκις.)
Αυτό ακριβώς μου έλεγαν και όλοι εκείνοι που διαφωνούσαν με το πώς θα γίνει
η βάφτιση του γιου μου. Ερωτώ: Τι αναζητείται μέσα από έναν αντίλογο, το πιο
σωστό ή το πιο βολικό; Είναι δύο άνθρωποι που διαφωνούν, πώς θα βρουν την
ιδανική λύση για το πρόβλημά τους; Μήπως διαλέγοντας κάτι ενδιάμεσο, να γίνει
λίγο το χατίρι του ενός, λίγο του άλλου; Ας πούμε (χρησιμοποιώντας ως βάση το
παράδειγμα) να βαφτίσουμε το παιδί σε εξωκλήσι, αλλά ως κοσμικό γεγονός; Το
ζήτημα είναι να μην στεναχωρηθεί ένας από τους δύο διαφωνούντες; Μήπως το
ζήτημα είναι να μην αισθανθεί λιγότερος ένας από τους δύο διαφωνούντες; Τα
κριτήρια τώρα, με τα οποία θα ψάξουμε να βρούμε την ιδανική λύση, είναι το κατά
πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι; Το κατά πόσο μας συμφέρει; Το κατά πόσο θα γίνουμε
ρεζίλι αν την επιλέξουμε; Το κατά πόσο αγαπητοί ή όχι θα είμαστε αν την
επιλέξουμε;
Θα πω στο σημείο αυτό ότι πάντοτε, σε όλη μου την ζωή, το δικό μου γίνεται.
Το πείσμα μου ευθύνεται, λένε όλοι. Εγώ θα σου πω ότι ευθύνεται η σιγουριά μου!
Την δική σου αλήθεια (για όποιο θέμα, βάλε στο νου σου οτιδήποτε) δεν
την πιστεύεις!
Καμία «αλήθεια» δεν μπορεί να γίνει πιστευτή από τον ίδιο τον άνθρωπο που
την τηρεί/εφαρμόζει, αν του προέκυψε χρησιμοποιώντας ως κριτήριο την ευκολία,
το συμφέρον, το πρέπει, το είθισται κλπ. Ο ίδιος που την έχει, αυτός που την
τηρεί και την εφαρμόζει, Ο ΙΔΙΟΣ ΔΕΝ ΤΗΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙ, γι’ αυτό
χάνει.
Αν προσθέσεις τώρα και την ανυπέρβλητη δυσκολία που έχει να τηρήσει κάποιος
αυτό που το μέσα του (πες το απλοϊκά συνείδηση) τού υπαγορεύει για σωστό..
Σκέψου δηλ. τι κούραση, τι μάχη πρέπει να δώσει κάποιος για να τα εφαρμόσει, με
πόσους πρέπει να παλέψει, να τα βάλει με θεούς και δαίμονες, με ό,τι υπάρχει
σήμερα ως κατεστημένο/θέσφατο, σκέψου λίγο την κούραση του…. Πώς γίνεται αυτός
να κερδίζει; Δεν είναι κουφό;
Τιπ: Όση δύναμη σπαταλάει ο άνθρωπος για να καταφέρει να εφαρμόσει την
αλήθεια που βγήκε από μέσα του, τόση δύναμη, στο εξαπλάσιο τού επιστρέφεται.
Επίσης, τιμώ τον εαυτό μου σημαίνει ακριβώς αυτό: Ακολουθώ/εφαρμόζω τα
σωστά/αλήθειες που μου υπαγορεύει το μέσα μου/η συνείδησή μου, με όποιο
κόστος/κούραση/πόνο/αντίκτυπο κλπ.
Επίσης, το τιμώ τον εαυτό φέρνει την αυτοεκτίμηση (βλ. ανάγκη για εκτίμηση
δεν έχω, όσο εγώ με εκτιμώ).
Επίσης, το τιμώ τον εαυτό κάνει τον άνθρωπο αγαπητό. Θα μείνω λίγο σε
αυτό.. Αν ο χαρακτήρας σου είναι Α και εσύ πράττεις Ω, ποιος είσαι; Όχι κατά
σε, για τους άλλους ποιος είσαι; Οι άλλοι διαισθάνονται κάπως τον Α αλλά
βλέπουν τον Ω. Ποιος νομίζεις ότι πιστεύουν ότι είσαι; Οι άνθρωποι κρατάνε για
σιγουράκι αυτό που βλέπουν. Όμως, επειδή πάντα έχουν κι αυτή την αίσθηση ότι
και κάτι άλλο παίζει, έχουν μία ΟΧΙ ξεκάθαρη άποψη για σένα. Γι’ αυτό δεν
γίνεται να αγαπηθείς. Γιατί οι άλλοι ΔΕΝ ΣΕ ΞΕΡΟΥΝ.
Επίσης, αν ο άνθρωπος δεν τιμά τον εαυτό του στην κανονική του ζωή, αν δεν
μπορεί να εφαρμόσει αυτό που ο ίδιος θεωρεί σωστό, επειδή θα τον κράξει ο
γείτονας, αν δεν αντέχει δηλ. ούτε με τον γείτονα να τα βάλει (ούτε καν με τον
περαστικό, που δεν θα τον ξαναδεί ποτέ ρε φίλε, μέχρι κι αυτός τον νοιάζει τι
θα πει!) πώς θα τα βάλει με τον δυνάστη; Πώς θα παλέψει για τις αξίες του, την
Ελευθερία, το Δίκαιο, την Δημοκρατία, με κάποιον που θεωρεί γίγαντα, όταν
γίγαντα βλέπει και τον περαστικό;
Τέλος, επειδή διαφαίνεται πώς μάχη δεν γίνεται σήμερα, να πω ότι γίνεται
και μάλιστα η μεγαλύτερη των μαχών, η σκληρότερη όλων. Είναι αυτή τού να
φτιάξουμε εαυτόν, αυτή η μάχη δίνεται σήμερα. Όπως εγώ, όπως εσύ, έτσι κι όλοι,
αγωνιζόμαστε, τρώμε τις σάρκες μας, ματώνουμε, για να καταφέρουμε να γίνουμε
Άνθρωποι. ΟΛΟΙ αυτόν τον μεγαλειώδη αγώνα δίνουμε (ακόμη κι όσοι δεν το
γνωρίζουν). Και να θαυμάζεις τον εαυτό σου γι’ αυτόν τον άνισο/ανυπέρβλητο
αγώνα που δίνεις. Να τον θαυμάζεις τόσο, όσο τον μισείς επειδή δεν μπορεί.
(Η μόνη αγάπη που υπάρχει είναι αυτή.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου