Σελίδες

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Το ταξίδι της ψυχής ενός ναρκωμανή. κεφ. 7


γράφει ο Άκης κουστουλίδης

Το λιμάνι της ψευδαίσθησης

Άλλος ένας μετρημένος χρόνος πέρασε φτάνοντας στα δεκαέξι χρόνια παρουσίας πάνω στον υλικό κόσμο. Η αναζήτηση για καινούργιο λιμάνι συνεχιζότανε σε καθημερινή βάση αλλά η καρδιά δεν χτυπούσε.
Περνούσα αρκετό μετρημένο χρόνο μέσα στο λιμάνι του ονείρου μου κάνοντας ατελείωτες συζητήσεις με την ζωή μου. Πάντα είχε κάτι να μου μάθει παραπάνω πάντα είχε και μια απάντηση για όλα όσα την ρωτούσε η ψυχή μου.
Μια καλοκαιριάτικη μέρα ξεχάστηκε μέσα στο λιμάνι του ονείρου της και βγαίνοντας με την βάρκα για να πάρει το ρέμα που θα την πήγαινε στο λιμάνι της οικογένειας συνάντησε την νύχτα. Την τρόμαξε το απόλυτο σκοτάδι και ο φόβος που μας ακλουθούσε ότι κάτι κακό θα συμβεί ξύπνησε. Η ζωή προτού πανικοβληθώ  έσπρωξε την βάρκα μου με δύναμη έτσι ώστε να μπορεί να κυλήσει πάνω στα θολά νερά του ποταμού. Τίποτα δεν θύμιζε την καθημερινή μου ρουτίνα και η ψυχή μου ένιωθε μια αλλαγή του αέρα, μια αλλαγή στην ρότα της βάρκας μου και έναν χτύπο της καρδιάς να τραντάζει όλη την βάρκα. Μέσα στο σκοτάδι άρχισα να ακούω διαφόρους ήχους που όσο με τραβούσε ο αέρας άλλο τόσο τους άκουγα πιο καθαρά. Άκουγα δυνατές κραυγές λύπης και το ίδιο δυνατές φωνές χαράς. Άκουγα ψυχές να φωνάζουν από απελπισία και να καταριούνται όλο τον υλικό κόσμο και ταυτόχρονα άκουγα τραγούδια που πηγάζανε από γλέντι. Όσο πιο πολύ κόντευα άκουγα τις σκληρές μελωδίες να αγγίζουν την ψυχή μου. Η ψυχή μου στράφηκε στην ζωή μου και την ρώτησε, τι είναι όλη αυτή η τραγωδία και η χαρά που νιώθω; Πώς είναι δυνατόν να ακούγονται το ίδιο δυνατά και η ευτυχία και η δυστυχία;
Η περιέργεια της ψυχής μου ξύπνησε και άφησε την ζωή μου να την οδηγήσει εκεί όπου η καρδιά μου χτυπούσε. Κάπου στο απέραντο σκοτάδι άρχισε να ξεπροβάλει λίγο το φως. Δεν ήταν της μέρας το φως ήταν το φως από ένα λιμάνι που είχα δει τόσες φορές μα νόμιζα πως κάποιος το έχει καταραστεί και δεν άνοιγε ποτέ και σε κανέναν. Νόμιζε η ψυχή μου πως δεν κατοικείται από καμιά ψυχή. Έκανε λάθος. Απλά άνοιγε όταν όλα τα αλλά λιμάνια πέφτανε σε βαθύ ύπνο. Ήταν ανοιχτό μόνο για κάτι ψυχές που δεν θέλανε να ταξιδεύουν την ημέρα, για κάτι ψυχές που ο κόσμος τις είχε απορρίψει, για κάτι ψυχές που δεν μπορούσανε να απαλλαγούνε από τον μανδύα της μοναξιάς, για κάτι ψυχές που κουβαλούσανε βαριά πληγωμένες καρδιές. Ήταν απλά ένα λιμάνι  που μπορούσε να δεχτεί και την δικιά μου ψυχή.
Χωρίς να σκεφτώ τον φόβο που μ' ακολουθούσε μπήκα μέσα στο λιμάνι και ας μην ήξερα ούτε καν το όνομά του και ας μην ήξερα τι θα συναντήσω μέσα και τι είδους μορφές θα γνωρίσω και ας μην ήξερα πόσο μετρημένο χρόνο θα περάσω εκεί μέσα και ας μην ήξερα αν θα μου έβγαινε τελικά σε κακό. Η έλξη ήταν τόσο ισχυρή που δεν μου έδινε και πολλά περιθώρια αντίδρασης. Το πιο παράξενο από όλα ήταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το πιλοτήριο του σώματός μου. Κάτι εκεί μέσα είχε ξυπνήσει μα τόσο η καρδιά μου όσο και η ψυχή μου αδιαφορήσανε τελείως. Είχε εδώ και πολύ καιρό που υπήρχε η αίσθηση ότι το πιλοτήριο δεν μπορεί να επηρεάσει το ταξίδι πόσο μάλιστα να πάρει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ψυχή μου και η καρδιά μου δεν του δίνανε καμία σημασία απλά προσέχανε να είναι κλειδωμένη πάντα η πόρτα της φυλακής που κρατούσε μέσα όλες τις άσχημες αναμνήσεις από τα πρώτα μετρημένα χρόνια της υλικής μου ύπαρξης.
Με το που μπήκε η βάρκα μου στο λιμάνι με το άγνωστο όνομα πολλές ήταν οι ψυχές που ζυγώσανε και με καλωσορίσανε. Κανένας δεν μου έλεγε το όνομα του λιμανιού και αυτό το γεγονός αύξησε τον φόβο μου αλλά δεν μ' ένοιαζε πλέον ήταν σαν να ζούσα πολλά μετρημένα χρόνια μέσα στο λιμάνι, ήταν σαν να γνώριζα όλες τις ψυχές που ζούσανε κάτω από τα φώτα του λιμανιού. Ένιωσα την αίσθηση ότι κάπου μέσα στο λιμάνι υπήρχε μια αύρα αγάπης ένας άνεμος στοργής από ψυχή σε ψυχή.
Υπήρχε άφθονο γέλιο μα το ίδιο άφθονο ήταν και το κλάμα που έτρεχε από τα μάτια διαφόρων ψυχών. Την μία έβλεπα μια ψυχή να γελάει δίνοντας την αίσθηση της ευτυχίας και την άλλη στιγμή αυτή η ίδια ψυχή άνοιγε τους καταρράκτες των ματιών της και άφηνε τόσο πολύ δάκρυ να κυλήσει που νόμιζες πως ήταν η πιο δυστυχισμένη ψυχή όλου του υλικού κόσμου.
Στο βάθος του λιμανιού υπήρχαν κάτι φώτα που ήταν πιο έντονα και χορεύανε μαζί με κάτι ψυχές που κρατούσανε κάτι παράξενα όργανα.
Ήταν το μέρος που ένιωσε να με τραβάει στην όλο μυστήρια αγκαλιά του. Έβγαιναν από κείνο το μέρος όλες οι σκληρές μελωδίες που κάνανε την ψυχή μου να ηρεμεί και ήταν αυτές οι ίδιες μελωδίες που είχε ελευθερώσει η ψυχή μου μέσα στο λιμάνι του ονείρου της. Πήγα προς το μέρος όπου πήγαζε η μουσική χωρίς να ξέρω τι να ζητήσω και τι να απαντήσω σε οτιδήποτε με ρωτούσανε. Ζύγωσε δειλά-δειλά η ψυχή μου με την περιέργεια φουντωμένη και κάθισε σε μια γωνιά απλά παρατηρώντας όλες τις ψυχές που παίζανε αυτά τα παράξενα όργανα και τραγουδούσανε με κάτι στίχους που νόμιζα ότι γραφτήκανε για την δικιά μου ψυχή. Κανένας δεν με ενόχλησε και κανένας δεν με ρώτησε οτιδήποτε. Ξέρανε. Ναι ξέρανε ότι είμαι μια ψυχή με τα ίδια χαρακτηριστικά με παρόμοιες πληγές με την λαχτάρα για ταξίδι και την ίδια οργή για όλο τον υλικό κόσμο, μια ψυχή σαν και την δικιά τους. Η εξωτερική τους εμφάνιση δεν ήταν σαν αυτήν που συναντούσα την ημέρα. Τα μαλλιά τους ήταν μακριά είτε ήταν γυναίκεια μορφή είτε ήταν ανδρική μορφή. Χωρίς να με ρωτήσουν τίποτα μου χαρίσανε ένα από αυτά τα παράξενα όργανα και μου μάθανε τις πρώτες σκληρές μελωδίες. Το πρώτο όνομα που έμαθα μέσα στο λιμάνι ήταν αυτό του παράξενου οργάνου. Κιθάρα. Αυτό ήταν το όνομά του. Άρχισα να χαϊδεύω τις μεταλλικές της χορδές νιώθοντας την γαλήνη να μου χτυπά την πόρτα της ψυχής μου. Το πρώτο κιόλας βράδυ πήρα την κιθάρα μου και την έβαλα μέσα στο λιμάνι του ονείρου μου. Την ήθελα συντρόφισσα για όλο το υπόλοιπο ταξίδι νιώθοντας ότι θα παίξει κάποτε κάποιο ρόλο μέσα σ' αυτόν τον κόσμο.
Πλέον κάθε βράδυ πήγαινε η ψυχή μου στο λιμάνι με το μυστικό όνομα και γνώριζε διάφορες ψυχές, συζητούσε για τα ταξίδια και ρωτούσε αν είχαν και οι άλλες ψυχές από ένα λιμάνι δικό τους. Πολλές ήταν οι ψυχές που δεν πιστεύανε πια ότι τα λιμάνια των ονείρων τους θα μπορούσανε να φανερωθούν σ' αυτόν τον υλικό κόσμο. Αρκετές ήταν οι ψυχές που πιστεύανε ακόμη στα θαύματα αλλά κολλήσανε μέσα σ' αυτό το λιμάνι και δεν θέλανε να βγούνε έξω για κανέναν λόγο. Όλες νιώθανε μια περίεργη ασφάλεια κάτω από τα φώτα του λιμανιού. Πολλές ψυχές μένανε μέχρι που τελικά πέθαινε η υλική τους μορφή και τους ρίχνανε στα θολά νερά του ποταμού για να κρατήσει το σώμα τους στα σπλάχνα του μέχρι να τους δοθεί μια ακόμη ευκαιρία για να ολοκληρώσουν το ταξίδι τους.
Εδώ μέσα γνώρισε η ψυχή μου την έλξη για μια γυναίκεια μορφή να γίνεται πραγματικότητα. Ένιωσε αυτό που έλεγε η ζωή μου τον ερώτα και ξεχάστηκε για πολύ μετρημένο χρόνο μέσα στα πλοκάμια του. Πίστευε η ψυχή μου πως κάθε φορά που γευότανε τον ερώτα με μια γυναίκεια ψυχή θα έβρισκε την συντρόφισσα του ονείρου της. Έτσι κάθε φορά την πήγαινε στο λιμάνι του ονείρου της με την προσδοκία να μπορεί να το δει. Αν το έβλεπε θα σήμαινε πως είχε βρει αυτήν που την αποκαλούσανε χαϊδευτικά την μούσα της. Έκανε πάρα πολλές προσπάθειες με διαφορετικές γυναικείες μορφές αλλά μάταια καμία δεν μπορούσε να δει το τόσο πανέμορφο λιμάνι του ονείρου της.
Η απογοήτευση άρχισε να κάνει τα πρώτα της τραγούδια και τα πρώτα κλάματα δεν αργήσανε να έρθουν.
Το πιλοτήριο του σώματος άρχισε να επεμβαίνει στην ζωή μου λέγοντάς της πως υπήρχε κάτι μέσα στο λιμάνι που έκανε τις ψυχές χαρούμενες και ξεχνούσανε τον πόνο και η ματαιοδοξία άλλαζε μορφή και γινότανε ελπίδα. Η καρδιά μου άρχισε να την πιστεύει και η ψυχή ένιωθε πλέον τον αέρα του κακού να κοντεύει. Το σώμα της άρχισε να λειτούργει κάτω από τις διαταγές του πιλοτήριου της και συμμάχησε με την καρδιά λέγοντάς της ψέματα. Η ανάγκη της καρδιάς για ανακούφιση την οδήγησε σε μια λύση που θα την βασάνιζε ακόμη πιο πολύ.
Η ψυχή μου όσο και να φώναζε δεν ακουγότανε πια. Έκανε πίσω και προσπάθησε μαζί με την ζωή της να κρατήσουν το σώμα ζωντανό με κάθε δυνατό τρόπο. Καθίσανε μαζί και απλά περιμένανε το κακό να οδηγήσει την βάρκα μας.
Η λύση ήταν κάτι υγρά που ρίχνανε μέσα στο σώμα τα όποια ήταν τόσο ισχυρά που σου δίνανε την αίσθηση της ελευθερίας. Το πιλοτήριο και η καρδιά νιώθανε τόσο όμορφα που κάθε βράδυ ρίχνανε αρκετές ποσότητες από το υγρό της αμαρτίας όπως το λέγανε μα ήταν ο ίδιος αυτοπροσώπως ο δαίμονας του θανάτου. Έμοιαζε τόσο όμορφος που πίστευες πως ήταν το απόλυτο βότανο για την λύτρωση των πονεμένων ψυχών. Στην αρχή λίγο έλλειψε να πιστέψει και η ψυχή μου πως εδώ θα ήταν το τελευταίο υλικό μέρος που θα ζούσαμε. Λίγο έλλειψε για να πιστέψει πως όλα είναι μάταια σ' αυτόν τον υλικό κόσμο και πως τα ταξίδια των πονεμένων ψυχών δεν ολοκληρώνονται ποτέ. Αρχίζουν από το πουθενά και τελειώνουν μέσα στο υγρό της αμαρτίας.
Η ζωή μου με την ψυχή μου πέσανε σε σιωπή χωρίς τέλος πέσανε σε ένα ατελείωτο καθημερινό βασανιστήριο χωρίς να μπορούν πλέον να αντιδράσουν. Το πιλοτήριο είχε πάρει πλέον το τιμόνι της βάρκας και το οδηγούσε στην ολοκληρωτική σύγκρουση στον απόλυτο θάνατο.
Μετά από λίγο μετρημένο χρόνο μέσα στο λιμάνι ήρθε μια παράξενη μορφή μιας αλλόκοτης ψυχής και είπε στο πιλοτήριο πως δεν μπορούν να μένουν μέσα στο λιμάνι της ψευδαίσθησης αν δεν πληρώνουν.
Ναι δεν άκουσε λάθος η ψυχή μου βρισκόμασταν εδώ και πολύ μετρημένο χρόνο μέσα στο λιμάνι της ψευδαίσθησης. Τώρα κατάλαβε η ψυχή μου τι ήταν όλη αυτή η ανακούφιση που ένιωθε η καρδιά της. Προσπάθησε να την αφυπνίσει αλλά μάταιες όλες οι κραυγές βοήθειας που έστελνε στην καρδιά της. Το πιλοτήριο είχε κόψει κάθε δυνατή δίοδο επικοινωνίας.
Το μόνο πλέον που έλπιζε ήταν να μην μπορεί το πιλοτήριο να πληρώσει το αντίτιμο για να μπαίνει μέσα στο λιμάνι της ψευδαίσθησης και να αναγκαστεί ν' ανοίξει έστω και για μια στιγμή μια ρωγμή που να μπορεί η ψυχή μου να ξυπνήσει την καρδιά της.
Το πιλοτήριο συνέχισε να ρωτάει μέσα στο λιμάνι με ποιον τρόπο μπορεί να πληρώσει για να μένει μέσα στους κόλπους της παράνοιας και της ψεύτικης ανακούφισης.
Ο τρόπος ήταν ένας και μοναδικός τα λεφτά.
Κάτι υπήρχε μέσα στις αναμνήσεις της φυλακής για αυτό το όνομα αλλά δεν ήταν ξεκάθαρο. Για να βγάλεις λεφτά η έπρεπε να δουλέψεις σε μια τίμια δουλειά αλλά στο τέλος δεν φτάνανε. Το λέγανε πολλές ψυχές που προσπαθήσανε με αυτόν τον τρόπο και ο άλλος τρόπος ήταν να γίνεις ο ίδιος σου δαίμονας σαν το ποτό της αμαρτίας.
Η τύχη φάνηκε να παίζει καθοριστικό ρόλο και το πιλοτήριο διάλεξε τον τρόπο με μια τίμια δουλειά.
Η ζωή απλά έκανε αυτό που δεν μπορούσε να κάνει καμία δύναμη. Έδωσε μια ευχή στο πιλοτήριο η όποια για το πιλοτήριο ήταν κατάρα. Της έδωσε την ευχή τής απόλυτης ηθικής. Του έδωσε τις ένοχες να τον βασανίζουν κάθε φορά που θα προσπαθεί να γίνει ο ίδιος ο δαίμονας.
Αυτή ήταν η ελπίδα ότι κάποτε δεν θ' αντέξει το πιλοτήριο και θα παραδώσει το τιμόνι της βάρκας ξανά στην ζωή μου.


κεφ. 1 http://upogia-taxi.blogspot.gr/2013/03/1_20.html

κεφ. 2 http://upogia-taxi.blogspot.gr/2013/03/2_20.html

κεφ. 3 http://upogia-taxi.blogspot.gr/2013/03/3.html

κεφ. 4 http://upogia-taxi.blogspot.gr/2013/03/4.html

κεφ. 5 http://upogia-taxi.blogspot.gr/2013/03/5_23.html

κεφ. 6 http://upogia-taxi.blogspot.gr/2013/03/6.html





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου